Ναυπλία

Ναυπλία
Αρχαία πόλη με λιμάνι στο νομό Αργολίδας. Βρισκόταν στη θέση της σημερινής πόλης Ναύπλιο. Ονομαζόταν και Ναύπλιοι λιμένες ή Ναύπλιαι ακταί, ή Ναυπλίειος λιμήν. Από ανασκαφές που έγιναν συμπεραίνεται ότι η Ν. είχε κατοικηθεί από της μυκηναϊκούς χρόνους. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Ναύπλιος (Παυσ. Β’ 38, 2). Η N., ως αυτόνομη πόλη, πήρε μέρος στην αρχαία αμφικτιονία της Καλαβρίας (Στράβ. Η’ 374). Την εποχή της βασιλείας του Αργείου Δαμοκρατίδα, την κατέλαβε το Άργος (Παυσ. Δ’ 35, 2) και από τότε έμεινε στην κυριαρχία του. Τελικά, οι κάτοικοι της αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν και, με τη βοήθεια των Σπαρτιατών, εγκαταστάθηκαν στη Μεθώνη (Στραβ. Η’, 73).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ναυπλία — Ναυπλίᾱ , Ναύπλιος a Nauplian fem nom/voc/acc dual Ναυπλίᾱ , Ναύπλιος a Nauplian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ναυπλίᾱ , Ναυπλία a Nauplian fem nom/voc/acc dual Ναυπλίᾱ , Ναυπλία a Nauplian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ναυπλίᾱ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναυπλίᾳ — Ναυπλίᾱͅ , Ναύπλιος a Nauplian fem dat sg (attic doric aeolic) Ναυπλίαι , Ναυπλία a Nauplian fem nom/voc pl Ναυπλίᾱͅ , Ναυπλία a Nauplian fem dat sg (attic doric aeolic) Ναυπλίᾱͅ , Ναυπλιεύς a Nauplian fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναυπλίας — Ναυπλίᾱς , Ναύπλιος a Nauplian fem acc pl Ναυπλίᾱς , Ναύπλιος a Nauplian fem gen sg (attic doric aeolic) Ναυπλίᾱς , Ναυπλία a Nauplian fem acc pl Ναυπλίᾱς , Ναυπλία a Nauplian fem gen sg (attic doric aeolic) Ναυπλίᾱς , Ναυπλιεύς a Nauplian… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναυπλίαι — Ναυπλίᾱͅ , Ναύπλιος a Nauplian fem dat sg (attic doric aeolic) Ναυπλία a Nauplian fem nom/voc pl Ναυπλίᾱͅ , Ναυπλία a Nauplian fem dat sg (attic doric aeolic) Ναυπλίᾱͅ , Ναυπλιεύς a Nauplian fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναυπλίαν — Ναυπλίᾱν , Ναύπλιος a Nauplian fem acc sg (attic doric aeolic) Ναυπλίᾱν , Ναυπλία a Nauplian fem acc sg (attic doric aeolic) Ναυπλίᾱν , Ναυπλιεύς a Nauplian fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ναυπλίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου βρίσκεται στη δυτική πλευρά της κεντρικής πλατείας της παλαιάς πόλης του Ναυπλίου, της πλατείας Συντάγματος. Το τριώροφο κτίριο που στεγάζει το μουσείο χτίστηκε το 17ο αι., στη διάρκεια της Ενετοκρατίας, και… …   Dictionary of Greek

  • Ναύπλιο — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 13.822 κάτ.) της ανατολικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Αργολίδος. Το Ν. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας και έδρα του ομώνυμου δήμου, στην οποία υπάγονταν διοικητικά ο δήμος Ναυπλιέων και οι… …   Dictionary of Greek

  • Nafplio — Gemeinde Nafplio Δήμος Ναυπλιέων (Ναύπλιο) …   Deutsch Wikipedia

  • Nafplion — Gemeinde Nafplio Δήμος Ναυπλίου (Ναύπλιο) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Nauplia — Gemeinde Nafplio Δήμος Ναυπλίου (Ναύπλιο) DEC …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”